Γονείς και παιδιά: ευτυχισμένοι μαζί!
Καθοριστικό παράγοντα στην διαμόρφωση της προσωπικότητας του παιδιού αποτελεί η καλή επικοινωνία μεταξύ γονιών και παιδιών. Η καλή επικοινωνία προϋποθέτει την ικανότητα των γονιών να ακούν με ενδιαφέρον τις απόψεις των παιδιών τους, χωρίς να τα διακόπτουν ή να τα κριτικάρουν, ακόμη και αν αυτό είναι δύσκολο. Αντίθετα η έλλειψη επικοινωνίας δημιουργεί διαφωνίες, εντάσεις και διαπληκτισμούς. Διαβάστε στο επιστημονικό άρθρο που ακολουθεί τα πάντα γύρω από το μείζον αυτό θέμα.
Παρόλο που μας φαίνεται δύσκολο να το παραδεχτούμε, όλοι, κάποιες φορές, έχουμε νιώσει ντροπή εξαιτίας της συμπεριφοράς, ή ενός χαρακτηριστικού, του γονέα/των γονιών μας. Από πότε μπορούμε να βιώσουμε τέτοια συναισθήματα για τους γονείς μας -δηλαδή, πότε ξεπερνάμε το στάδιο της “θεοποίησής” τους και μπορούμε να αποστασιοποιηθούμε από αυτούς; (Τι συμβαίνει σε αυτό το στάδιο και μας φέρνει σε θέση να μπορούμε να κρίνουμε αρνητικά τη στάση/χαρακτηριστικά τους;)
Η εφηβεία μπορεί να διαιρεθεί σε τρεις υποπεριόδους: την πρώτη εφηβεία, έντεκα ως δεκατέσσερα, που περιλαμβάνει και την προεφηβεία, τη μέση εφηβεία, δεκατέσσερα ως δεκαέξι και την όψιμη εφηβεία, δεκαέξι μέχρι τη λύση της εφηβείας, που μπορεί να μη συμβεί ποτέ.Tο παιδί λοιπόν, γύρω στα έντεκα του χρόνια αρχίζει ενεργά να απομακρύνεται από την οικογένεια.
Καθώς ωριμάζει, αρχίζει να αντιλαμβάνεται ότι οι γονείς του δεν είναι ιδανικά πρόσωπα, όπως πίστευε στην παιδική του ηλικία, παντοδύναμα, πανέξυπνα. Αρχίζει και αντιλαμβάνεται τις αδυναμίες τους, να αμφισβητεί τις αξίες τους, τις πεποιθήσεις τους και μαζί με αυτές τις ευρύτερες κοινωνικές και ηθικές αξίες.
Στο δρόμο για την υιοθέτηση της δικής του ταυτότητας θα αρχίσει να ταυτίζεται με διάφορα εξωτερικά πρότυπα («είδωλα»), να συμμετέχει σε ομάδες, να εξετάζει, να ενστερνίζεται και στη συνέχεια να απορρίπτει θεωρίες, να «επαναστατεί» και αυτή η διαδικασία θα τον στρέψει από το στενό οικογενειακό πυρήνα στην κοινωνία, τον κόσμο.
Μπορείτε να μας πείτε ποιες είναι οι συνηθέστερες συμπεριφορές ή χαρακτηριστικά των γονιών μας που μπορούν να μας προκαλέσουν αμηχανία/να μας κάνουν να ντραπούμε;
Οι συνηθέστερες συμπεριφορές ή χαρακτηριστικά των γονιών μας για τα οποία ενδέχεται να ντραπούμε είναι η εμφάνισή τους, για παράδειγμα αν η μητέρα ντύνεται αρκετά προκλητικά ή αν κάποιος από τους γονείς μας είναι υπέρβαρος ή παρεκκλίνει από το ‘κοινωνικά αποδεχτό-φυσιολογικό’.
Επίσης η ιδιαίτερα παρεμβατική-υπερπροστατευτική συμπεριφορά κάποιου γονέα μπορεί να φέρει τον έφηβο σε δύσκολη θέση, ειδικά όταν εκείνος βρίσκεται μαζί με τους φίλους του.
Ερωτήσεις του τύπου: Έφαγες; ντύθηκες καλά; ή οποιοδήποτε σχόλιο αφορά την εμφάνισή του, δημιουργούν στον έφηβο αρκετή αμηχανία. Φυσικά, δε θα έπρεπε να παραλείψουμε τους καβγάδες των γονέων μπροστά στον έφηβο και την παρέα του.
Κάποια παιδιά νιώθουν ντροπή όταν, κατά τη διάρκεια της ενημέρωσης από τους δασκάλους/της διανομής των σχολικών ελέγχων, διαπιστώνουν πως η μητέρα τους είναι η πιο ηλικιωμένη ή η πιο ευτραφής, σε σχέση με τις υπόλοιπες μητέρες. Γιατί μας προκαλεί αμηχανία/δυσάρεστα συναισθήματα μια τέτοια συνειδητοποίηση; Πώς πρέπει να το αντιμετωπίζει ο γονιός (Πώς να μιλήσει στο παιδί του, πώς να φερθεί όσο βρίσκεται στον σχολικό χόρο κλπ; Να το αναφέρει πρώτος, βασιζόμενος στο ότι παρατήρησε τη συμπεριφορά του παιδιού του, ή να περιμένει να τον ρωτήσει/να σχολιάσει κάτι το παιδί;).
Ο έφηβος μέσω της διαδικασίας της σύγκρισης ταυτίζεται με πρότυπα τα οποία τον βοηθούν στο να ανακαλύψει ποιος είναι. Πολλές φορές τα πρότυπα αυτά είναι αντίθετα με τις αξίες ή την εικόνα των γονιών του εφήβου με αποτέλεσμα ο ίδιος να αισθάνεται θυμό, απογοήτευση ή ακόμα και ντροπή για αυτούς.
Επίσης, λόγω του ότι δεν έχει ακόμα θεμελιώσει το εγώ του η εικόνα του εαυτού και η αξία του εξαρτώνται πολύ από την εικόνα των ανθρώπων που τον περιτριγυρίζουν. Η συμπεριφορά του γονιού σε τέτοιες καταστάσεις θα πρέπει να χαρακτηρίζεται καταρχήν από κατανόηση.
Κατά δεύτερον ο γονιός όταν βρίσκεται στο σχολικό χώρο θα πρέπει να είναι σοβαρός, διακριτικός και με ενδιαφέρον για την πορεία του παιδιού του. Αν αντιληφθεί πως το παιδί του αισθάνεται ντροπή για εκείνον μπορεί να το επισημάνει χωρίς να επιμείνει, λέγοντάς του ότι κατά τη διάρκεια της ενημέρωσης παρατήρησε πως αισθανόταν αμήχανα και αν υπάρχει κάποιος λόγος γι’ αυτό. Το παιδί αν θέλει ή αν νιώσει έτοιμο θα το συζητήσει μαζί του.
Η συμπεριφορά ενός γονιού να “συμφιλιώσει” δύο παιδιά (φίλους/ξαδέρφια) (παροτρύνοντάς τα “βρείτε τα τώρα, δεν είναι σοβαρός λόγος να τσακώνεστε” ή παίρνοντας τα χέρια τους και ενώνοντάς τα) προκαλεί συχνά αμηχανία ή ντροπή στο παιδί του. Είναι σωστό ο γονέας να παρεμβαίνει έτσι στη σχέση δύο παιδιών (αν ναι, μέχρι ποια ηλικία, αν όχι γιατί); Πώς μπορεί ο γονιός να συμβάλλει, αν θέλει, στην αποκατάσταση της σχέσης τους, χωρίς να είναι παρεμβατικός ή να προκαλέσει αμηχανία;
Ευθύνη του γονέα είναι να δώσει τις κατάλληλες κατευθύνσεις στο παιδί του ώστε να μπορέσει αργότερα να ενταχθεί ομαλά στο κοινωνικό πλαίσιο. Η σωστή διαπαιδαγώγηση των παιδιών στηρίζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη και το σεβασμό. Κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας, είναι σημαντικό ο γονιός να είναι καθοδηγητικός προς το παιδί του αφήνοντας του βέβαια πάντα το χώρο για να αναπτύξει πρωτοβουλίες. Στο παιδί εξηγούμε ποια συμπεριφορά είναι ΄σωστή΄ και γιατί.
Έπειτα το παροτρύνουμε να την εκτελέσει επιβραβεύοντάς το. Μεγαλώνοντας και περνώντας στην εφηβεία, το παιδί θα πρέπει να γίνεται πιο αυτόνομο και ο ρόλος μας να είναι λιγότερο καθοδηγητικός. Ο έφηβος είναι σημαντικό να αποκτά εμπιστοσύνη στην κρίση του και στις επιλογές του καθώς και να αναλαμβάνει την ευθύνη των πράξεών του.
Το σημαντικότερο στη σχέση με τα παιδιά μας είναι να έχουμε δημιουργήσει μια σχέση εμπιστοσύνης μαζί τους.
Αυτή η σχέση αποτελεί το κλειδί της επικοινωνίας έτσι ώστε να μπορούμε να τους εκφράζουμε την άποψή μας για τα θέματα που τους απασχολούν και το πώς να τα διαχειριστούνε, όπως για παράδειγμα έναν τσακωμό με ένα φίλο.
Σε πολλά παιδιά (ειδικά κατά την περίοδο της εφηβείας) έχει προκαλέσει αμηχανία/ντροπή η απόφαση των γονιών/ενός γονέα να παραμείνουν στο πάρτι που κάνει για τους φίλους του. Τα συναισθήματα αυτά εντείνονται όταν ο γονιός επιμένει να παραμένει στον χώρο του πάρτι (κι όχι στην κουζίνα π.χ.), να μιλά με τους φίλους του (σχολιάζοντας π.χ.
Ένα κούρεμα ή ένα στυλ ντυσίματος), να προτρέπει επίμονα “φάτε κι άλλο, δεν φάγατε” (κι άλλα τέτοια χαρακτηριστικά παραδείγματα). Γιατί οι έφηβοι νιώθουν άβολα με την παρουσία των γονιών τους κατά τη διάρκεια της αλληλεπίδρασης με τους συνομηλίκους τους; Οι γονείς, πώς πρέπει να φέρονται σε τέτοιες περιπτώσεις; (Να κανονίζουν να λείπουν, να μένουν κλεισμένοι σε ένα δωμάτιο του σπιτιού, ποια θέματα να θίγουν με τα παιδιά και ποια να αφήνουν… ασχολίαστα; Πώς πρέπει να αντιμετωπίσουν το παιδί τους που επιμένει να “φύγουν” και θυμώνει με την παρουσία τους εκεί;)
Για τους έφηβους ο κόσμος που αξίζει περισσότερο είναι των συνομηλίκων και όχι των μεγάλων. Μερικές φορές απασχολούνται σε νοσηρό βαθμό με το πώς φαίνονται στους άλλους ιδιαίτερα στα μάτια των συνομηλίκων τους.
Η ανάγκη τους για αυτονομία η οποία όμως βρίσκεται σε σύγκρουση με το κομμάτι εξάρτησης της παιδικής ηλικίας που βίωναν τα προηγούμενα χρόνια, τους δημιουργεί αισθήματα ντροπής και αμηχανίας για τους γονείς τους ιδιαίτερα αν οι γονείς εξακολουθούν να φέρονται σε αυτούς και τους φίλους τους σαν μικρά παιδιά. Θεωρούν επίσης, μη έχοντας ακόμη αποκτήσει τη δική τους ταυτότητα πως η εικόνα τους εξαρτάται από την εικόνα των ανθρώπων που τους περιβάλλουν, όπως οι γονείς τους.
Οι γονείς σε μια τέτοια κατάσταση θα πρέπει να είναι ευγενικοί και κοινωνικοί με τους φίλους τους αλλά πάντα με διακριτικό τρόπο.
Να αντιμετωπίζουν τους έφηβους ισότιμα χωρίς αυτό να σημαίνει πως δε θα υπάρχουν όρια μιας κι επί της ουσίας ο έφηβος δεν έχει ακόμα ενηλικιωθεί.
Σε ένα πάρτυ για παράδειγμα θα μπορούν να χαιρετήσουν διακριτικά τους φίλους των παιδιών τους και μετά να πάνε μια βόλτα κοντά στο σπίτι έχοντας ορίσει την ώρα που θα τελειώσει το πάρτυ με το παιδί τους.
Σημασία σε αυτές τις περιπτώσεις έχει η σχέση εμπιστοσύνης και σεβασμού που έχει αναπτυχθεί μεταξύ γονέων και παιδιών.
Κατά την περίοδο της εφηβείας, κυρίως, τα παιδιά νιώθουν άβολα οι γονείς τους να είναι “διαχυτικοί” και τρυφεροί μαζί τους (να τα αγκαλιάζουν ή να τα φιλούν), μπροστά σε κόσμο (ιδίως τα αγόρια). Γιατί συμβαίνει αυτό; Να ανησυχούν οι γονείς; Πώς πρέπει να συμπεριφέρονται στους εφήβους μπροστά σε κόσμο;
Ένα ακόμα στάδιο που έχουν να αντιμετωπίσουν οι έφηβοι είναι η ανακάλυψη της σεξουαλικής τους ταυτότητας. Μαζί με τη προσπάθεια αυτονομίας που καταβάλλουν, οποιαδήποτε τρυφερή κίνηση των γονιών τους κάνει να αισθάνονται άβολα. Θέλοντας λοιπόν τα αγόρια κυρίως, να φανούν άντρες και να αποστασιοποιηθούν από τη ποδιά της μητέρας, δεν αρέσκονται στα τρυφερά χάδια της.
Γενικά σε αυτή την ηλικία οι γονείς ειδικά του αντίθετου φύλου δε χρειάζεται να είναι ιδιαίτερα διαχυτικοί σε ότι αφορά τη σωματική επαφή. Έντονα φιλιά και χάδια που προσέφεραν στα παιδιά τους σε μικρή ηλικία είναι καλό να αποφεύγονται. Οι γονείς είναι σημαντικό να έχουν στο μυαλό τους ότι το παιδί τους μεγαλώνει και οι παλιές συνήθειες θα πρέπει να δώσουν χώρο σε καινούργιες.
Πολλοί έχουμε νιώσει άσχημα δίπλα στη μητέρα ή τον πατέρα μας, όταν φέρθηκε με αγένεια σε κάποιον (π.χ. σε έναν πωλητή που καθυστέρησε να εξυπηρετήσει, ή σε έναν σερβιτόρο εξαιτίας ενός πιάτου που δεν της/του άρεσε)… Γιατί νιώθουμε εμείς άσχημα για μια τέτοια συμπεριφορά κάποιου άλλου; Δεδομένου ότι αυτό μπορεί να συμβεί όταν είμαστε σε μικρή ηλικία, ένα παιδί μπορεί να διαχειριστεί κάπως αυτήν την κατάσταση (να μιλήσει στους γονείς του κλπ.); Ως ενήλικοι, πώς πρέπει να διαχειριζόμαστε μια τέτοια κατάσταση; Οι γονείς τι πρέπει να κάνουν ώστε να μην προκαλούν αμηχανία στα παιδιά τους σε αντίστοιχες περιπτώσεις;
Δεδομένου ότι τα παιδιά είναι εξαρτημένα από τους γονείς και τη συμπεριφορά τους καθώς δεν έχουν ακόμα δημιουργήσει τη δική τους ταυτότητα είναι λογικό να νιώθουν ειδικά στην εφηβεία ότι η εικόνα τους εξαρτάται από την εικόνα των γονιών τους. Οι έφηβοι ανησυχούν αρκετά για την εικόνα τους.
Αν λοιπόν κάποιος από τους γονείς φερθεί με αγένεια σε έναν άλλο άνθρωπο εκείνοι αισθάνονται ντροπή για το γονιό αλλά και για τον εαυτό τους. Αισθάνονται πως προσβάλλονται-εκτίθενται από τη συμπεριφορά του γονιού στα μάτια των άλλων και πως τσαλακώνεται ο ίδιος του ο εαυτός.
Ένα παιδί στην εφηβεία μπορεί να διαχειριστεί την κατάσταση εκφράζοντας την ενόχλησή του για τη συμπεριφορά του γονέα αν και δεν είναι σίγουρο ειδικά στο στάδιο της προεφηβείας ότι θα μπορέσει να την εξωτερικεύσει.
Οι γονείς μιας και αποτελούν πρότυπο ταύτισης και εσωτερικό στήριγμα της ζωής καθ΄όλη του ζωή του παιδιού είναι προτιμότερο να εκφράζουν τη δυσαρέσκειά τους με ευγένεια, χωρίς να προσβάλλουν τους άλλους, δίνοντας έτσι το καλό παράδειγμα στα παιδιά τους.
Συμπερασματικά, είναι σημαντικό ο έφηβος να διέλθει την εφηβεία διατηρώντας μια καλή εικόνα του γονέα καθώς η εικόνα αυτή εσωτερικεύεται.
Πολλοί από εμάς έχουμε νιώσει άβολα κατά τη διάρκεια ενός ραντεβού (κυρίως προσωπικού, αλλά και επαγγελματικού) επειδή η μητέρα μας επιμένει να παίρνει τηλέφωνο -για να μας ρωτήσει “πώς πάει”, “πού είμαστε”, “πώς είναι ο τύπος”, αν μας αρέσει, τι φάγαμε το μεσημέρι, ό,τι άλλο άσχετο θυμηθεί… Γιατί νιώθουμε άβολα σε αυτήν την περίπτωση (εν. εκτός από τη συναίσθηση ότι είναι αγένεια να απαντάμε κάθε τρεις και λίγο το τηλέφωνο, διακόπτοντας τη συνομιλία μας); Πώς μπορούμε να διαχειριστούμε τη σχέση με τη μητέρα μας, ώστε να μην το κάνει αυτό; Γιατί μια μητέρα μπορεί να οδηγηθεί σε αυτήν τη συμπεριφορά;
Οι γονείς πολλές φορές δυσκολεύονται να αποδεχτούν πως τα παιδιά τους δεν είναι πια μικρά παιδιά αλλά ενήλικες. Η δυσκολία τους αυτή εκδηλώνεται με παρεμβατική και υπερπροστατευτική συμπεριφορά όπως συχνά τηλεφωνήματα για να μαθαίνουν νέα τους. Είναι λογικό αυτή η κατάσταση να είναι ιδιαίτερα ενοχλητική αφού δεν αφήνουν έτσι τα παιδιά τους να αυτονομηθούν και να αποστασιοποιηθούν από κείνους, κάτι που είναι απαραίτητο για την υγιή εξέλιξη κάθε ενήλικα.
Πολλοί γονείς εισπράττουν την αυτονομία των παιδιών τους ως εγκατάλειψη ή απόρριψη. Αυτό συμβαίνει γιατί οι ίδιοι έχουν υπερεπενδύσει στο γονεικό ρόλο αμελώντας έτσι την προσωπική τους ζωή. Αυτό που οφείλουμε να κάνουμε ως παιδιά τους είναι τα τους οριοθετήσουμε λέγοντάς τους πως αισθανόμαστε, βοηθώντας και τους ίδιους έτσι να επαναπροσδιοριστούνε ως άτομα.
Πολλές φορές κάποιοι νιώθουν άβολα όταν συστήνουν τους γονείς τους σε φίλους ή συναδέλφους, γιατί νιώθουν πως συναντιούνται δύο κόσμοι ασύμβατοι: νιώθουν άσχημα γιατί οι γονείς τους είναι αμόρφωτοι και η διαφορά επιπέδου είναι εμφανής (θέματα που επιλέγουν προς συζήτηση κλπ.), ή γιατί έχουν ρίζες από επαρχία και μιλούν με “προφορά”, ή γιατί το οικονομικό τους background είναι πολύ κατώτερο των υπολοίπων… Γιατί νιώθουμε έτσι, δεδομένου ότι σε αυτήν την περίπτωση πρόκειται για χαρακτηριστικά της ταυτότητάς τους (τι δεν έχουμε καταφέρει, δηλαδή, να διαχειριστούμε);
Πώς πρέπει να διαχειριζόμαστε τέτοιες καταστάσεις, απέναντι στους γονείς μας και απέναντι στους φίλους/συναδέλφους (αν υποθέσουμε ότι δεν είναι πάντα εφικτό να μην καλούμε τους γονείς μας σε αντίστοιχες περιπτώσεις); Έχουμε δίκιο να τους ζητάμε να μένουν σιωπηλοί (“διακριτικοί”, όπως λέγεται ευγενικά) και να προσπαθούν να περνούν απαρατήρητοι;
Η αποδοχή των γονιών μας είναι συνυφασμένη με την αποδοχή του ίδιου μας του εαυτού και με το πόσο έχουμε καταφέρει να αυτονομηθούμε ως άτομα, να ενηλικιωθούμε. Το να μας απασχολεί η εικόνα ή οικονομική κατάσταση των γονιών μας φανερώνει μια προσκόλληση στην εφηβεία όπου η εικόνα μας εξαρτάται από την εικόνα των άλλων.
Ως ενήλικες, τέτοια θέματα δε θα έπρεπε να μας επηρεάζουν αφού έχουμε πλέον αποκτήσει μια πλήρη και σταθερή ταυτότητα η οποία δεν εξαρτάται από τη συμπεριφορά των άλλων. Επιπλέον με την ενηλικίωσή μας είμαστε σε θέση να αποστασιοποιηθούμε από τους γονείς μας βλέποντάς τους ως ‘κανονικούς’ ανθρώπους με προτερήματα και ελαττώματα και όχι ως εξιδανικευμένα πρότυπα. Το να ζητάμε άρα από τους γονείς μας ως ενήλικες πλέον, να μένουν σιωπηλοί σε μια συγκέντρωση με συναδέλφους/φίλους φανερώνει τη δική μας έλλειψη χειραφέτησης.
Γιατί νιώθουμε ντροπή σε περιπτώσεις όπως ένας γάμος (ή ο γάμος μας), γιατί η μητέρα μας ντύνεται “υπερβολικά” (ή κιτς, για τα γούστα μας) ή βάφεται έντονα κλπ.; Πώς διαχειριζόμαστε τα συναισθήματά μας σε τέτοιες περιπτώσεις (είναι, δηλαδή, ζήτημα προς συζήτηση και διαπραγμάτευση με τη μητέρα μας ή είναι κάτι που πρέπει να λύσουμε με τον εαυτό μας; Τι πρέπει να πούμε, και πώς, στη μία ή στην άλλη περίπτωση;);
Όπως και στην προηγούμενη ερώτηση το ίδιο και σ’ αυτήν την περίπτωση το να νιώθουμε ως ενήλικες ντροπή για τους γονείς μας επειδή τα γούστα τους δε συμβαδίζουν με τα δικά μας είναι συναίσθημα που εκφράζει τη δυσκολία μας να αποστασιοποιηθούμε από εκείνους.
Άρα κατ’ επέκταση να δούμε τον εαυτό μας ως ξεχωριστά άτομα και να δημιουργήσουμε μια σταθερή προσωπική ταυτότητα.
Αν η αξία μας εξαρτάται από το πόσο βαμμένη είναι η μητέρα μας ή από τον τρόπο που ντύνεται τότε ίσως θα πρέπει να επανεξετάσουμε τη σχέση με τον εαυτό μας και να αναρωτηθούμε για το πόσο έχουμε αποδεχτεί την δική μας πραγματικότητα.
Επιπλέον είναι σημαντικό να αναφερθεί πως η αποδοχή της πραγματικότητάς μας διευκολύνει το δρόμο προς την ενηλικίωση-αυτονομία.
Μια αδιάκριτη μητέρα, που κάνει αδιάκριτες ερωτήσεις ή σχόλια στην κολλητή μας, μας προκαλεί αμηχανία/ντροπή (π.χ. όταν την ρωτάει “εσύ πότε θα παντρευτείς; πότε θα κάνεις ένα παιδί;” κλπ.). Γιατί μπορεί μια μητέρα να υιοθετεί αυτήν τη συμπεριφορά (η ίδια μπορεί να θεωρεί ότι έτσι εκδηλώνει το ενδιαφέρον της για τη φίλη μας…); Πώς πρέπει να διαχειριστούμε την κατάσταση (να μιλήσουμε με την μητέρα μας σε δεύτερο χρόνο, εκείνη την ώρα να την διακόψουμε, να προετοιμάσουμε τη φίλη μας ή να απολογηθούμε αργότερα, κάτι άλλο…);
Θα πρέπει να γίνει κατανοητό πως το χάσμα γενεών που υπάρχει μεταξύ των γονιών και των παιδιών είναι πολλές φορές απροσπέλαστο. Οι γονείς δυσκολεύονται να καταλάβουν πως οι νέοι έχουν αλλάξει τις προτεραιότητές τους και τις αξίες τους και πολλές φορές αυτό δημιουργεί προβλήματα στην επικοινωνία. Το να συζητήσουμε κάποια στιγμή με τους γονείς μας γι’ αυτό το θέμα μπορεί να είναι εποικοδομητικό.